Τα πάντα για την μπύρα τις Μικροζυθοποιίες και το homebrewing
Ο Γιάννης Μαρμαρέλλης, founder και managing director της Siris MicroΒrewery (Μικροζυθοποιία Σερρών & Β. Ελλάδος) μιλάει σήμερα στο epixeiro.gr για την μικροζυθοποιία, την ελληνική αγορά μπύρας, την «ξενομανία» και για την επίδραση των πολυεθνικών...
Μιλήστε μας για την SIRIS MicroBrewery και για το πώς προέκυψε η ενασχόληση σας με την ζυθοποιία και η δημιουργία της εταιρείας.
Η οικογένεια μου, από το 1930, ασχολούνταν με την παραγωγή τροφίμων, ιδρύοντας το πρώτο αλλαντοποιείο στις Σέρρες. Τότε, για να προωθήσει τα αλλαντικά που ήταν άγνωστα, ο παππούς έκανε μια μικρή μπιραρία στην οποία τα έδινε ως μεζέ.
Η αλλαντοποιία αυτή μεγάλωσε και μεγαλούργησε στα χέρια του πατέρα μου, όμως έκανε τον κύκλο της και εγώ ασχολήθηκα με άλλα. Την εποχή της κρίσης σκέφτηκα να επανιδρύσω τα αλλαντικά, αλλά ξεφυλλίζοντας οικογενειακές φωτογραφίες και βλέποντας την ίδρυση άλλων μικρών ζυθοποιείων, σκέφτηκα να κάνω το ανάποδο και να κάνω την πρώτη Σερραϊκή και βορειοελλαδίτικη μικροζυθοποιία.
Μιλήστε μας για τη διαδικασία της παραγωγής και τις εγκαταστάσεις σας. Που βρίσκεται το ζυθοποιείο σας, ποια η παραγωγή του και ποια η φιλοσοφία σας γύρω από αυτήν;
Το ζυθοποιείο μας είναι στην πόλη μου, τις Σέρρες. Η φιλοσοφία με την οποία ιδρύθηκε και στην οποία παραμένουμε πιστοί έως σήμερα είναι ότι πρέπει να προσφέρουμε πραγματικά υψηλής ποιότητας μπίρες.
Έτσι, από την αρχή επενδύσαμε σε ότι καλύτερο υπήρχε σε όλη την φάση της παραγωγικής διαδικασίας, όπως τις υποδομές αέρα, νερού, διοξειδίου, θέρμανσης, ψύξης και φυσικά ζυθοβραστηρίου και δεξαμενών.
Η παραγωγή μας, μέσα σε πέντε χρόνια, μεγάλωσε κατά επτά φορές τουλάχιστον και έτσι αναγκαστήκαμε να συνεχίζουμε τις επενδύσεις μας κάθε χρόνο, πάντα όμως πιστοί στην «αρμονία» του μεγαλώματος σε όλα. Έτσι, από πέρυσι λειτουργούμε το πρώτο εργαστήριο ποιοτικού ελέγχου μικροζυθοποιίας και επίσης είμαστε το πρώτο μικροζυθοποιείο στην χώρα με ISO 22000.
Η ποιότητα για εμάς είναι το παν, αφού μας δίνει τη δυνατότητα να επεκτείνουμε τη διάρκεια ζωής των προϊόντων μας και να φτάνουμε σε πολύ μακρινές αγορές, όπως η Αμερική και η Κίνα.
Ποια είναι σήμερα τα προϊόντα που παράγει η SIRIS MicroBrewery; Σε τι θα λέγατε πως ξεχωρίζουν από τον ανταγωνισμό και ποιες οι ενδεχόμενες καινοτομίες που παρουσιάζει η προϊοντική σας γκάμα;
Τα προϊόντα μας είναι πλέον δέκα, σε μόνιμη βάση. Οκτώ από αυτά ανήκουν στην οικογένεια της VOREIA (Pils, IPA, Wit, Stout, Smoked Amber Ale, Summer Ale, Imperial Porter και Low Alcohol). Τα υπόλοιπα δύο ανήκουν στη νέα μας οικογένεια, τους Happy Brewers, στην οποία παράγουμε μπύρες πιο πρωτοποριακές και πειραματικές, που δημιουργούν οι ζυθοποιοί μας ακόμα και στο ρεπό τους!
Από την αρχή κατορθώσαμε να έχουμε μικρές καινοτομίες σε κάθε μας προϊόν. Κάναμε την πρώτη American pilsner, την πρώτη ΙΡΑ μαζικής παραγωγής, την πρώτη WIT με αρώματα εσπεριδοειδών και κόλιανδρο, την πρώτη Stout με σοκολάτα Valhrona, την πρώτη Smoked Amber και φυσικά τις μοναδικές Imperial Porter και Low Alcohol. Η οικογένεια των Happy Brewers είναι από μόνη της μια καινοτομία. Σε αυτήν παράγονται μπύρες πολλές φορές μοναδικές, όπως η Christmas ale με 12 βαθμούς αλκοόλ που κάναμε φέτος τα Χριστούγεννα.
Δώστε μας μια εικόνα για την αγορά μπύρας στην Ελλάδα. Ποια είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα και ποια είδη μπύρας είναι εκείνα που προτιμούν οι Έλληνες καταναλωτές; Ποια είναι η κατανάλωση μπύρας που υπάρχει τα τελευταία χρόνια;
Η αγορά της μπύρας στην Ελλάδα θα έλεγα πως βρίσκεται σε φάση αναζήτησης. Οι πολυεθνικές, με τις μπύρες που παράγουν και την πολιτική που ασκούν, έχουν κάνει την χώρα να είναι υπανάπτυκτη στην μπίρα. Η μικροζυθοποιία προσπαθεί να αλλάξει την κουλτούρα της μπύρας και να την επανασυστήσει στο κοινό ως ένα ποτό υψηλής γαστρονομικής αξίας, όπως όλα τα υψηλής ποιότητας ποτά. Σαφώς όλο και περισσότερο κοινό φεύγει από τις κλασσικές μπύρες και έρχεται κοντά μας, όμως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς για να φτάσουμε στα επίπεδα άλλων χωρών, όπου οι μικροζυθοποιίες έχουν μερίδια άνω του 15%.
Ειδικότερα, όσον αφορά στις μη αλκοολούχες μπύρες, εσείς προσφέρετε ένα προϊόν με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ. Ποια είναι η ζήτηση που παρουσιάζουν αυτές οι μπύρες στην χώρα μας και ποιες οι προοπτικές;
Υπάρχει ένα κοινό που δεν πίνει αλκοόλ, που σκέπτεται και ενεργεί πιο υγιεινά κατά τα δικά του πρότυπα. Σε αυτό το κοινό απευθυνόμαστε και εμείς με την low alcohol μπύρα μας η οποία ξεχωρίζει από τις άλλες αφού είναι μια μπύρα μικροζυθοποιίας με όλα τα χαρακτηριστικά της (γεύση, αρώματα).
Για μια μικρή εταιρεία σαν και τη δική μας, η ανάπτυξη νέων κωδικών είναι εύκολη στην παραγωγή αλλά πάντα δύσκολη στην αγορά, λόγω των στρεβλώσεων και της ηγεμονίας των μεγάλων του κλάδου. Παρ' όλα αυτά, προχωράμε καλά.
Η εταιρεία σας ιδρύθηκε το 2013. Θα λέγατε πως είναι εύκολο για τον καταναλωτή να επιλέξει ένα νέο brand μπύρας; Ποια είναι η στρατηγική σας επί του θέματος, όσον αφορά και στο marketing/branding;
Όπως είπα και πριν, είναι εύκολο να δημιουργήσεις ένα καινούριο brand αλλά δύσκολο να το κάνεις να «τρέξει» στην αγορά. Πόσο μάλλον για μια μικρή εταιρεία σαν και τη δική μας. Και, μάλιστα, στην Ελλάδα της κρίσης, που δεν υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση αλλά και σε τελικά σημεία λόγω πολυεθνικών.
Εμείς ακολουθούμε το δρόμο της ποιότητας, προσπαθούμε να απευθυνθούμε μέσω διαφημίσεων και ενεργειών marketing σε ένα πιο ειδικό κοινό, κάνουμε προωθητικές ενέργειες σε τελικά σημεία, οργανώνουμε master class μπύρας σε πελάτες μας και μη, οργανώνουμε επισκέψεις στο ζυθοποιείο μας, συμμετέχουμε σε εκθέσεις και φεστιβάλ και πολλά ακόμα.
Ο αγώνας για την καθιέρωση ενός προϊόντος είναι μαραθώνιος και θέλει υπομονή και επιμονή. Θα σας θυμίσω ότι μέσα σε πέντε χρόνια αναπτυχθήκαμε επτά φορές σε πωλήσεις, επενδύσαμε ξανά και ξανά σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ξεκινήσαμε με δύο προϊόντα και παράγουμε πλέον δέκα δικά μας καθώς και κάποια ιδιωτικής ετικέτας, είχαμε τρεις εργαζόμενους και τώρα έχουμε πάνω από δέκα το καλοκαίρι, είχαμε πέντε δεξαμενές και έχουμε τώρα 25 κτλ. Το στοίχημα του marketing και της αναγνωρισιμότητας πιστεύω θα κερδηθεί αργά και σταθερά
Βλέπουμε πως τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται ολοένα και περισσότερες ελληνικές μικροζυθοποιίες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποιες οι προοπτικές και οι ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά για νέους επιχειρηματίες;
Η εμφάνιση ολοένα και περισσοτέρων μικροζυθοποιείων είναι πολύ ευχάριστη και καλοδεχούμενη. Βοηθάει πολύ στην προσπάθεια αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών και στην εξάπλωση της μπυροκουλτουρας. Βεβαίως και εδώ, όπως παντού, ότι λάμπει δεν είναι χρυσός. Η αγορά είναι δύσκολη και η επιτυχία περνά μέσα από τη βαθιά γνώση και την υπομονή.
Όσον αφορά στο κεφάλαιο εξαγωγές, σε ποιες χώρες είναι διαθέσιμα τα προϊόντα σας και ποια η ανταπόκριση του καταναλωτικού κοινού; Ποια είναι η στρατηγική σας επί του θέματος και ποιες οι βασικότερες διαφορές μεταξύ των αγορών, σε σύγκριση και με την ελληνική;
Οι εξαγωγές ήταν κάτι που το μεθοδεύσαμε από την αρχή. Η ετικέτα μας αλλά και όλη η παρουσία μας ετοιμάστηκε ώστε να μπορεί να εξαχθεί. Έτσι, γρήγορα αλλά δειλά, αρχίσαμε εξαγωγές. Σήμερα εξάγουμε κανονικά σε Αμερική, Κίνα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Μ. Βρετανία, Ολλανδία, Σουηδία, Κύπρο, Βουλγαρία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Ιρλανδία και πάμε σύντομα και στη Μάλτα).
Οι εξαγωγές μας πέρυσι ήταν πολύ κοντά στο 40% του τζίρου μας και ελπίζουμε να κρατήσουμε αυτή την επίδοση και για τις επόμενες χρονιές. Οι αγορές του εξωτερικού είναι δύσκολες, λόγω τιμών και αδυναμίας υποστήριξης marketing, όμως συνάμα πιο ακομπλεξάριστες και η επιτυχία εκεί κρίνεται κυρίως από τη νοστιμιά του προϊόντος. Εδώ πάντα υπάρχει ξενομανία και επιφυλακτικότητα σε ότι είναι ελληνικό. Και ο νοών νοείτω...
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια της Μικροζυθοποιίας Σερρών & Β. Ελλάδος, όσον αφορά και στον εμπλουτισμό της γκάμας; Ποιοι είναι οι βασικοί σας στόχοι για την επόμενη πενταετία;
Τα σχεδία μας είναι να προσπαθούμε να υπάρχουμε! Να μπορέσουμε να αναπτυχθούμε περαιτέρω και να μπορούμε να είμαστε συνεπείς σε ότι υποσχόμαστε στους πελάτες μας. Η ανάπτυξη μας περνά μέσα από την ανάπτυξη της ίδιας της χώρας.
Πρέπει να υπάρχει τραπεζικό σύστημα ξανά, να υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση και εμπιστοσύνη. Έχουμε κάνει πολλαπλές επενδύσεις σε πάγια και μόνο πολύ μικρό μέρος αυτών έγιναν με δανεισμό. Ανάπτυξη με μετρητά δεν γίνεται! Στόχος είναι σύντομα η μετεγκατάσταση μας σε μεγαλύτερο χώρο, αφού τα σημερινά 800 τ.μ δεν μας επαρκούν με τίποτα. Κύριο μέλημα μας είναι οι επενδύσεις στο marketing, ώστε τα προϊόντα μας να συνεχίσουν δυναμικά και ανοδικά την πορεία τους. Θέλουμε το brand VOREIA να παραμείνει συνώνυμο της υψηλής ποιότητας.