Αν και χρησιμοποιείται σε σχετικά μικρές ποσότητες, ο λυκίσκος έχει τη δύναμη να επηρεάσει τη γεύση, το άρωμα, και το βαθμό πικράδας της μπύρας. Εξισορροπεί τη γλυκύτητα της βύνης με την πικράδα του, απομακρύνει πρωτεΐνες από το ζυθογλεύκος και βοηθάει στη διαύγαση. Αυξάνει τη διατηρησιμότητα της μπύρας και ενισχύει τον σχηματισμό του αφρού. Περιέχει εκατοντάδες ουσίες, αλλά κυρίως ρητίνες, λυκισκέλαιο, και πολυφαινόλες, μερικές από τις οποίες λειτουργούν αντιοξειδωτικά προστατεύοντας τη μπύρα από την οξείδωση. Επίσης, υπάρχουν πολλές μελέτες για την αντικαρκινική του δράση και τον αντιβακτηριδιακό του ρόλο. Η χρήση του λυκίσκου στην παραγωγή της μπύρας άρχισε να γίνεται σχετικά αργά, περί τον Μεσαίωνα, όπου θεμελιώθηκε ο γνωστός Γερμανικός νόμος όπου τον συμπεριελάμβανε στα βασικά συστατικά της. Ως τότε οι συνταγές αποτελούσαν μυστήριο και ενίοτε ήταν επικίνδυνες. Στο τέλος του 16ου αιώνα όμως, ο λυκίσκος ήρθε για να μείνει, κι εντέλει να δώσει στην μπύρα τον σημερινό της χαρακτήρα.


- άνθη λυκίσκου (cones)
- pellets (σε συμπιεσμένη μορφή)
- εκχύλισμα

Η μετατροπή του φυτού σε σφαιρίδια γίνεται ούτως ώστε να μην προσβληθεί από αέρα και οξειδωθεί, χάνοντας έτσι πολύτιμα έλαια και ρητινώδεις ουσίες, χαρακτηριστικά ευεργετικά για την μπύρα, τα οποία διαμορφώνουν το τελικό προϊόν. Τα φύλλα του λυκίσκου κονιορτοποιούνται σε pellets και αυτή τους η μορφή επιτρέπει στο φυτό να διατηρεί τη φρεσκάδα του για καιρό.
Ακόμα ένας τρόπος είναι τα plugs είναι ένα υβρίδιο κώνων και σφαιριδίων και κατ’ ουσίαν είναι ολόκληρα άνθη που έχουν συμπιεστεί και έχουν περίπου το μέγεθος φελλού κρασιού, ενώ χάρις σ’ αυτό το compact σχήμα τους διατηρούν επίσης τη φρεσκάδα τους, αλλά όχι τόσο όσο τα pellets. Αποτελούν μία καλή λύση για dry-hopping.
Ο λυκίσκος διακρίνεται σε τρεις βασικές κατηγορίες: αρωματικός (π.χ. Fuggle, Saaz), πικρικός (π.χ. Brewer’s Gold, Magnum), διπλής χρήσης (π.χ. Amarillo, Cascade). Δείτε και εδώ και εδώ μερικές λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά.
source
source
Post A Comment:
0 comments:
Αφήστε μας το σχολιο σας!