Ιουνίου 2020
Τα πάντα για την μπύρα τις Μικροζυθοποιίες και το homebrewing
Thessaloniki Beer Festival 2020

Με βασικό γνώμονα την ασφάλεια και την υγεία συμμετοχόντων, εργαζομένων και επισκεπτών, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για τη διοργάνωση της μεγαλύτερη γιορτής μπύρας στην Ελλάδα! Το Thessaloniki Beer Festival τηρώντας όλες τις σωστές πρακτικές και ακολουθώντας τα ειδικά πρωτόκολλα υγειονομικού περιεχομένου που έχουν τεθεί σε ισχύ μετά την παγκόσμια κρίση του Covid-19, θα είναι έτοιμο να σας υποδεχτεί από τις 27 μέχρι και τις 30 Αυγούστου 2020 στον προαύλιο χώρο της ΔΕΘ.

Την Πέμπτη 27, τη Παρασκευή 28, το Σάββατο 29 και την Κυριακή 30 Αυγούστου, ο προαύλιος χώρος της ΔΕΘ - TIF Helexpo μετατρέπεται στο μεγαλύτερο beer garden της Ελλάδας! To μεγαλύτερο festival μπύρας της χώρας έρχεται και πάλι, με την 4η εκρηκτική εκδοχή του, προσφέροντας για 4η συνεχόμενη χρονιά την απόλυτη εμπειρία ποιοτικού ζύθου σε όλους τους λάτρεις της μπύρας!

Μετά την τεράστια επιτυχία των τριών προηγούμενων χρόνων, φέτος δημιουργούμε με πολύ όρεξη και μεράκι το καλυτερο festival μπύρας, μέσα από καινοτομίες κι αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής του THESSALONIKI BEER FESTIVAL. Γι’ αυτό μην χάσετε την ευκαιρία να είστε μαζί μας κι εφέτος και να το ζήσουμε παρέα με τους χιλιάδες επισκέπτες μας.

40 Ζυθοποιεία
5 Street Food επιλογές
Τα πάντα για την μπύρα τις Μικροζυθοποιίες και το homebrewing

Ο όρος μικρή ζυθοποιία, ή μικρο-ζυθοποιία, σημαίνει στην πράξη ότι η ετήσια παραγωγή, βάση νομοθεσίας, δεν πρέπει να ξεπερνά αυτή των 200.000 εκατόλιτρων. Αντίστοιχα, ο όρος ανεξάρτητη υποδηλώνει ότι η ζυθοποιία θα πρέπει να ανήκει σε ιδιώτη, τουλάχιστον, κατά το 51%, και όχι από εταιρείες μεγάλης απήχησης ή παραγωγής. Τέλος, ο όρος παραδοσιακή αναφέρεται στον τρόπο παραγωγής, ο οποίος δεν πρέπει να είναι βιομηχανοποιημένος, άλλα περισσότερο να παραπέμπει σε βιοτεχνίες. Ακόμα, με τον όρο παραδοσιακή εννοείται ότι έμφαση δεν δίνεται στην απλή (ανα)παραγωγή μιας συνταγής, αλλά στην ανάδειξη διαφορετικών γεύσεων και στυλ και στις ποιοτικές πρώτες ύλες.

Φυσικά, ο όρος craft beer συνήθως συνδυάζεται μόνο με την ποιότητα της μπύρας, και όχι τόσο και με το «νομικό πλαίσιο», που ορίζει συγκεκριμένες παραμέτρους. Άρα, πιο απλά, μπορεί να υπάρχει μια πολύ ποιοτική μπύρα, που από το ευρύ κοινό να θεωρείται craft, αλλά να μην πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, ο όρος microbrewery-μικροζυθοποιία στα ελληνικά, ήταν ένας όρος που κυριάρχησε κυρίως στην Αμερική κατά τη δεκαετία του ’90, γι’ αυτού του είδους μπύρα, αλλά πολύ γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Ο λόγος ήταν περισσότερο νομικός, αφού η μικροζυθοποιία συνεπάγεται και την μικρή παραγωγή, αλλά οι «εναλλακτικές» αυτές ζυθοποιίες κέρδιζαν συνεχώς έδαφος και επεκτείνονταν. Έτσι κι εμφανίστηκε ο όρος craft beer, για να αγκαλιάσει την ποιοτική μπύρα, παρά τον ρυθμό παραγωγής.

Στην Ελλάδα, τώρα, επικρατεί γενικότερα μια σύγχυση για την craft μπύρα, και τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται, με το χημείο του κράτους, να μην αναγνωρίζει ως μπύρες, αυτές που περιέχουν και άλλα υλικά, αλλά να τις ονομάζει ως «ποτό από ζύθο». Πέραν της νομοθεσίας, το καταναλωτικό κοινό έχει, επίσης, διαφορετικά κριτήρια. Για τους καταναλωτές, craft μπύρα θεωρείται μια μπύρα εναλλακτική ή «ψαγμένη», χωρίς να ενδιαφέρονται στην ουσία για τον τρόπο παραγωγής, τις περισσότερες φορές. Επίσης, θεωρείται από πολλούς ότι οι craft μπύρες δεν απευθύνονται σε όλους, λόγω της ιδιαίτερης γεύσης τους, καθώς δεν έχουν όλοι την γνώση ή το υπόβαθρο για να την εκτιμήσουν. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αυτό φαίνεται να περιορίζεται, καθώς πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η μπύρα craft έχει μεγαλύτερη απήχηση στους νέους καταναλωτές, με το 64% των νέων, 18 έως 30 ετών, να δηλώνει ότι την επιλέγει πολύ πιο συχνά από ότι παλαιότερα.

Η craft ή χειροποίητη μπύρα, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών και φαίνεται ότι θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στις τάσεις τον αλκοολούχων ποτών τα επόμενα χρόνια. Οι ζυθοποιοί αφουγκράζονται τις νέες απαιτήσεις των καταναλωτών και αφήνουν την φαντασία τους ελεύθερη, για να δημιουργήσουν μοναδικές γεύσεις και άκρως ενδιαφέροντα προϊόντα. Υιοθετούνται, επίσης, τοπικά προϊόντα και δίνεται έμφαση σε ιδιαίτερες βύνες, νερό της κάθε περιοχής, κριθάρι, λυκίσκο και μαγιά της καλύτερης δυνατής ποιότητας. Μάλιστα, εκτιμάται, πλέον, η προέλευση αλλά και η βιωσιμότητα κάθε βιοτεχνίας. Μια μικροζυθοποιία, για παράδειγμα, γίνεται πιο αγαπητή, εάν υιοθετεί πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον και την κοινωνία, και εάν χρησιμοποιεί ως βασικά συστατικά τοπικά προϊόντα, που ξεχωρίζουν. Στόχος, πάντα, είναι η γεύση και το κόστος δεν έχει, ή δεν θα έπρεπε να έχει σημασία. Αυτήν την φιλοσοφία έρχεται να επιβεβαιώσει έρευνα που διεξήχθη σε Ευρώπη και ΗΠΑ, η οποία ανέδειξε ως κύριο λόγο επιλογής την γεύση. Η γεύση κυριαρχεί της τιμής, με τα 2/3 των ερωτηθέντων να απαντούν πως είναι ο κύριος παράγοντας που οδηγεί στην επιλογή craft μπύρας.

Τα συστατικά των craft είναι της υψηλότερης δυνατής ποιότητας, και το πιο σημαντικό, η μπύρα είναι πιο «αγνή». Τα 4 συστατικά της μπύρας, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι το νερό, το κριθάρι με βύνη, ο λυκίσκος και η μαγιά. Οι περισσότερες craft μπύρες παρασκευάζονται, χρησιμοποιώντας μόνο τα τέσσερα αυτά υλικά. Ωστόσο, ανάλογα με τον τύπο της κάθε «ετικέτας» μπύρας, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σιτάρι, σίκαλη ή ακόμη και φρούτα. Σε αυτήν την κατηγορία μπύρας, η ποιότητα του νερού είναι πρωταρχικής σημασίας. Μάλιστα, πολλά ζυθοποιεία διαθέτουν κατάλληλο σύστημα νερού, που καθαρίζει το νερό με αντίστροφη ώσμωση, για να απομακρύνει τα ιόντα.

Αντίστοιχα, οι βύνες επιλέγονται πολύ προσεκτικά, για να δώσουν στην μπύρα το χρώμα και ένα μέρος της ιδιαίτερης γεύσης της. Σε αυτήν την επιλογή έγκειται και μια μεγάλη διαφορά με τις κλασικές- συμβατικές μπύρες. Οι βιοτεχνίες ζυθοποιίας είναι, συχνά, πολύ δημιουργικοί τόποι, και οι μικροζυθοποιοί αναδημιουργούν τις παραδοσιακές μπύρες, τις μεταλλάσσουν, τις εξελίσσουν, τις «πειράζουν». Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται μπύρες, που στην πραγματικότητα ποτέ πριν δεν υπήρχαν ίδιες. Αυτή είναι και η βασική διαφορά με τις τυπικές μπύρες. Μια ακόμη διαφορά αφορά την επιλογή του λυκίσκου. Ο λυκίσκος είναι υπεύθυνος για το πόσο πικρή θα είναι η γεύση της μπύρας αλλά και πόσο αρωματική και φρουτώδης θα είναι η τελευταία. Στις συμβατικές μπύρες, ο λυκίσκος συνήθως απουσιάζει ή χρησιμοποιείται σε ελάχιστες ποσότητες καθώς η πίκρα που δίνει στη γεύση καθιστά την μπύρα όχι και τόσο ελκυστική και κατ’ επέκταση όχι και τόσο εμπορική.

Πιο απλά, η συμβατική μπύρα, συνήθως, παράγεται μαζικά και είναι χρώματος ανοιχτού κίτρινου, που κανείς απολαμβάνει παγωμένη σε μεγάλες ποσότητες. Από την άλλη, η μπύρα Craft επικεντρώνεται περισσότερο στις γεύση της και την απόχρωσή της, ενώ, συχνά, έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ από την κανονική μπύρα. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, οι κλασικές μπύρες έχουν περίπου 5% αλκοόλ, ενώ σπάνια μια craft μπύρα έχει κάτω από 7%- ενώ μπορεί να φτάσει και το 30%. Με λίγα λόγια, η craft μπύρα διαφέρει από την κλασική, καθώς προσφέρει πιο πλούσια γεύση, είναι πιο δυνατή λόγω της υψηλότερης περιεκτικότητας σε αλκοόλ και προσφέρεται σε μεγαλύτερη ποικιλία αρωμάτων, γεύσεων κλπ.

Συνολικά, γίνεται αντιληπτό ότι όλα τα παραπάνω συμβάλλουν, ή προσδοκούν, στη δημιουργία μιας ελίτ με μπύρες, μη επεξεργασμένες, μη βιομηχανοποιημένες. Συνεπώς, βλέπουμε να δημιουργείται μια νέα καταναλωτική κουλτούρα με επίκεντρο τη γεύση και τα αγνά υλικά- και όχι την τιμή. Το μέλλον της μικροζυθοποιίας είναι πολλά υποσχόμενο, εφόσον, βέβαια το νομικό και φορολογικό πλαίσιο επιτρέψουν αυτήν τη εξέλιξη.

source
Τα πάντα για την μπύρα τις Μικροζυθοποιίες και το homebrewing

Τριάντα χιλιάδες στρέμματα σε ετήσια βάση καλλιεργούνται και συγκομίζονται κατά προσέγγιση 13.000-14.000 τόνοι κριθαριού, αποτελώντας τη βασική πρώτη ύλη για την μπύρα ΒΕΡΓΙΝΑ που παράγεται στην Κομοτηνή από τη Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης (ΖΜΘ).

Η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης, η οποία ιδρύθηκε το 1996 στην Κομοτηνή, με στόχο τη δημιουργία μιας 100% γνήσιας ελληνικής μπύρας, σε μια εποχή που το κοινό καλό απαιτεί τη συμπόρευση της υγιούς επιχειρηματικότητας με την εταιρική ευθύνη, τηρεί και φέτος στο ακέραιο τις συμφωνίες που έχει συνάψει με εκατοντάδες παραγωγούς κριθαριού βυνοποίησης, στο πλαίσιο του προγράμματος συμβολαιακής καλλιέργειας, που πρώτη εφάρμοσε στην Ελλάδα το 2006.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, παρά τις τεράστιες απώλειες που προκάλεσε στον κλάδο η πανδημία του κορονοϊού, η ΖΜΘ θα απορροφήσει, όπως πάντα, το σύνολο της παραγωγής των συμβεβλημένων καλλιεργητών της στην προσυμφωνημένη τιμή. Επιπλέον, η ΖΜΘ θα συνεχίσει την πάγια πολιτική της για απευθείας συνεργασία με τους παραγωγούς, χωρίς την παρεμβολή εμπόρων ή μεσαζόντων, διασφαλίζοντας την καλύτερη δυνατή τιμή για το κριθάρι που παράγουν.

Στο πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας της ΖΜΘ, από το 2006 μέχρι σήμερα, έχουν συμμετάσχει χιλιάδες παραγωγοί από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το εν λόγω πρόγραμμα προβλέπει συστηματική υποστήριξη και παρακολούθηση του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων από τους γεωπόνους της εταιρείας, σε συνδυασμό με προσεκτική επιλογή των κατάλληλων ποικιλιών κριθαριού για κάθε περιοχή ξεχωριστά.

Επίσης, είναι πιστοποιημένο κατά τα πρότυπα της ολοκληρωμένης διαχείρισης καλλιέργειας κριθαριού ζυθοποίησης σύμφωνα με το πρότυπο AGRO 2.1 – 2.2, το οποίο είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο φιλοπεριβαλλοντικό σύστημα γεωργικής πρακτικής.

Να σημειώσουμε ότι η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης απασχολεί περισσότερους από 130 ανθρώπους στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις της στην Κομοτηνή, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα και συνεργάζεται με εκατοντάδες παραγωγούς κριθαριού, στηρίζοντας έμπρακτα τους ανθρώπους που καλλιεργούν την ελληνική γη, ενδυναμώνοντας την τοπική και εθνική οικονομία. Οι δε βραβευμένες μπύρες ΒΕΡΓΙΝΑ συγκαταλέγονται ανάμεσα στις καλύτερες του κόσμου.